Στα ζητήματα που εμπλέκονται γεωπολιτικοί συσχετισμοί, ξένες πρεσβείες και… μπόλικα δισεκατομμύρια, τα πράγματα δεν είναι ποτέ απλά και το παρασκήνιο δίνει τροφή σε πολλές σκέψεις.
Τέτοια περίπτωση είναι και το πρόγραμμα αγοράς νέων φρεγατών για το Πολεμικό Ναυτικό: ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα που θα κοστίσει πολύ και θα διαμορφώσει αποφασιστικά την ελληνική αποτρεπτική ισχύ για τα επόμενα χρόνια. Θα προσπαθήσουμε εδώ να παρουσιάσουμε την κατάσταση που δείχνει να διαμορφώνεται το τελευταίο διάστημα στο πολύπαθο, αλλά κομβικής σημασίας πρόγραμμα.
Ο ελληνικός στόλος γερνάει επικίνδυνα: εννέα από τις φρεγάτες του θα έπρεπε να έχουν αποσυρθεί εδώ και καιρό. Την ίδια ώρα οι ανάγκες αυξάνονται: Οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και η τουρκική επιθετικότητα έχουν οδηγήσει σε μία κούρσα εξοπλισμών στην περιοχή, από την οποία απουσιάζει μόνον η Ελλάδα.
Το Πολεμικό Ναυτικό, πάντως, στράφηκε έγκαιρα στην αναζήτηση μεγάλων πλοίων με ισχυρό οπλισμό, για να ανταποκριθεί στη νέα πραγματικότητα. Ήδη από το 2003 επιθυμόυσε την αγορά 6 γαλλικών φρεγατών FREMM. Tο πρόγραμμα αυτό εντέλει ναυάγησε, όπως ναυάγησαν και όλες οι επόμενες προσπάθειες αγοράς πλοίων, καθώς καμία από τις κυβερνήσεις –από τότε ως σήμερα– δεν έδειξε κάποιο ουσιαστικό ενδιαφέρον για την αμυντική θωράκιση της χώρας.
Είκοσι χρόνια μετά, με την κατάσταση να είναι στο «μη παρέκει», η Ελλάδα διαπραγματεύεται και πάλι την αγορά φρεγατών από τη Γαλλία. Η αρχική προμήθεια δύο φρεγατών «Belharra» αναμενόταν να κλείσει εντός του Ιουλίου, συνοδευόμενη, μάλιστα, από μία ευρύτερη αμυντική συνεργασία με τη Γαλλία.
Κατ’ απαίτησιν των επιτελών του ναυτικού, οι ελληνικές Belharra επρόκειτο να είναι βαρύτερα οπλισμένες από τις αντίστοιχες γαλλικές. Διαθέτοντας κορυφαία συστήματα (ισχυρό ραντάρ, εξοπλισμό ανθυποβρυχιακού και ηλεκτρονικού πολέμου κ.α.) και ισχυρό οπλισμό (αντιαεροπορικούς πυραύλους εμβέλειας, πυραύλους στρατηγικής κρούσης κ.α.), θα αναβάθμιζαν κατακόρυφα την αποτρεπτική ισχύ της Ελλάδας και τη δυνατότητά της να επιχειρεί στην Ανατολική Μεσόγειο.
Τα πλοία αυτά θα προσέδιδαν σαφές ποιοτικό πλεονέκτημα, καθώς θα ήταν τα ισχυρότερα και πλέον σύγχρονα πλοία στην Ανατολική Μεσόγειο, σαφώς ανώτερα των τουρκικών φρεγατών κλάσης «Ιστανμπούλ», που πρόκειται, από του χρόνου, να αρχίσουν να τίθενται σε υπηρεσία στην Τουρκία.
Τις τελευταίες μέρες, και καθώς όλοι ανέμεναν την υπογραφή της αμυντικής συμφωνίας με τη Γαλλία, αρχίσανε να εμφανίζονται δημοσιεύματα και δηλώσεις, που θέλουν την Ελλάδα να «ξανασκέφτεται» την αγορά των φρεγατών αυτών. Ως δικαιολογία εμφανίζεται το αυξημένο κόστος τους: όπως συμβαίνει γενικώς με τις σύγχρονες φρεγάτες, έτσι και οι Bellhara φαίνεται να κοστίζουν περί το 1 δισ. ευρώ έκαστη, με επιπλέον ποσά να απαιτούνται για την υποστήριξή τους, τις υποδομές, την εκπαίδευση του προσωπικού κ.λπ.
Πράγματι, το κόστος των φρεγατών θα μπορούσε να είναι η αιτία, καθώς, έναν χρόνο μετά τις εκλογές, η κυβέρνηση έχει δείξει ότι η άμυνα της χώρας δεν περιλαμβάνεται στις προτεραιότητές της: η άμυνα είναι ως συνήθως ο πρώτος υποψήφιος για περικοπές. Ακόμη και σήμερα, με το ενδεχόμενο ένοπλης αντιπαράθεσης με την Τουρκία ορατό, προτεραιότητα της Νέας Δημοκρατίας παραμένουν τα καζίνο και τα ξενοδοχεία, η «απολιγνιτοποίηση» και οι γερμανικές ανεμογεννήτριες, οι επιτροπές εθνομηδενισμού για το 2021 και οι μεγάλοι περίπατοι.
Στον Τύπο κυκλοφόρησε και άλλο ένα επιχείρημα: ότι η κυβέρνηση αναβάλλει την αγορά νέων όπλων, που άλλωστε χρειάζονται χρόνια να κατασκευαστούν, προκειμένου να επικεντρωθεί στις άμεσες ελλείψεις των Ενόπλων Δυνάμεων.
Αστείο επιχείρημα, αν αναλογιστούμε τα πεπραγμένα του πρώτου χρόνου διακυβέρνησης: Κρίσιμα οπλικά συστήματα παραμένουν χωρίς υποστήριξη, απαραίτητοι διαγωνισμοί ματαιώνονται ή αναβάλλονται και ο διαβόητος νόμος Βενιζέλου περί προμηθειών, υπεύθυνος εν μέρει για την τραγική κατάσταση των Ενόπλων Δυνάμεων, παραμένει στη θέση του. Σαν να μην πέρασε μια μέρα από την εποχή Σύριζα/Ανέλ.
Ποιος λοιπόν να ενδιαφερθεί για φρεγάτες δισεκατομμυρίων, όταν ακόμη και η προμήθεια ανταλλακτικών για τα αναντικατάστατα Μιράζ-2000 παραμένει κολλημένη στα γρανάζια της γραφειοκρατίας ή όταν τα υποβρύχιά μας παραμένουν χωρίς σύγχρονες τορπίλες, 20 χρόνια μετά την αγορά τους;
Άλλωστε, το κόστος και ο χρόνος παράδοσης των σκαφών ήταν γνωστός εδώ και καιρό. Οι διαπραγματεύσεις με τους Γάλλους κρατάνε δύο χρόνια. Η δε ακύρωση της παραγγελίας, αν ισχύει, ήλθε τη στιγμή που υποτίθεται ότι οι διαπραγματεύσεις έληγαν και όλοι περίμεναν την υπογραφή της συμφωνίας.
Δύσκολα λοιπόν μπορεί να μας πείσει η κυβέρνηση ότι δεν υπάρχει «ξένος δάκτυλος»: Είναι γνωστή η προσπάθεια των Η.Π.Α. να μπουν «σφήνα» στο πρόγραμμα του Πολεμικού Ναυτικού, προτείνοντας στην Ελλάδα την αγορά των φρεγατών MMSC της εταιρείας Λόκχηντ. Σχετικές δηλώσεις έχει κάνει και ο Αμερικανός πρέσβυς, με αφορμή την εξαγορά των ναυπηγείων Ελευσίνας από την Onex.
Εάν τελικώς επικρατήσει η αγορά των MMSC, τότε οι Η.Π.Α. θα έχουν επιτύχει πολλαπλούς στόχους:
α) Θα έχουν ακυρώσει μια σημαντική αγορά οπλισμού από τη Γαλλία. Υπενθυμίζουμε ότι τα τελευταία 15 και πλέον χρόνια, τα μείζονα εξοπλιστικά προγράμματα των Ενόπλων Δυνάμεων κατευθύνονται κατ’ αποκλειστικότητα στην εταιρεία Λόκχηντ, που έχει μετατραπεί σε αποκλειστικό προμηθευτή όπλων της Ελλάδας. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εξάρτηση της χώρας. Τα δε μη αμερικανικά οπλικά συστήματα απαξιώνονται συστηματικά.
β) Θα έχουν τορπιλίσει την ελληνογαλλική αμυντική συμμαχία που ετοιμαζόταν εδώ και καιρό και μπορούσε να αναβαθμίσει την ελληνική αποτρεπτική ισχύ απέναντι στην Τουρκία.
γ) Θα έχουν αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανανέωση του ελληνικού στόλου, μεγεθύνοντας ακόμη περισσότερο τη στρατιωτική εξάρτηση της χώρας μας από τις Η.Π.Α. Έτσι θα μπορούν να επιλέξουν τι όπλα και τι συστήματα επιτρέπεται να έχει η Ελλάδα.
δ) Το κυριώτερο: Θα έχουν εξασφαλίσει ότι το Πολεμικό Ναυτικό θα μείνει με πλοία μειωμένων δυνατοτήτων, που δεν θα του επιτρέπουν να ανατρέψει τον αμυντικό συσχετισμό με την Τουρκία. Και αυτό γιατί οι φρεγάτες MMSC υστερούν σαφώς σε δυνατότητες των γαλλικών Belharra: Έχουν υποδεέστερο ραντάρ, μειωμένες δυνατότητες ανθυποβρυχιακού πολέμου, δεν διαθέτουν αντιαεροπορικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, ούτε, βέβαια, πυραύλους στρατηγικής κρούσης, τους οποίους οι Η.Π.Α. αρνούνται να αποδεσμεύσουν στην Ελλάδα.
Στερούνται, δηλαδή, των δύο βασικών όπλων, τα οποία ζητάει το Πολεμικό Ναυτικό, ώστε να ανακτήσει την ποιοτική και στρατηγική υπεροχή του έναντι της Τουρκίας. [Να πούμε επίσης ότι η φρεγάτα MMSC αποτελεί προσπάθεια της Λόκχηντ να «σώσει» εμπορικά ένα αποτυχημένο σχέδιο (Littoral Combat Ship), το οποίο δέχθηκε εκτεταμένη κριτική στις Η.Π.Α., με αποτέλεσμα το αμερικανικό ναυτικό να ακυρώσει τις μελλοντικές ναυπηγήσεις του και να αναζητήσει νέο σχέδιο φρεγάτας (FFG-X) στη θέση του.]
δ) Τέλος, θα έχουν κερδίσει και μερκά δισεκατομμύρια ακόμη, καθώς η τιμή των MMSC φαίνεται να είναι παραπλήσια αυτής των Bellhara, παρά το γεγονός ότι είναι σαφώς υποδεέστερα πλοία (η μόνη χώρα που έχει αγοράσει τις MMSC, η Σαουδική Αραβία, πλήρωσε 5,6 δισ. για τέσσερα πλοία).
Το οικονομικό, όμως, δεν είναι το βασικό ζήτημα στην υπόθεση αυτή. Είναι προφανές ότι για το αμερικανικό κατεστημένο, η κρίσιμη παράμετρος είναι να παραμείνει η Ελλάδα σε καθεστώς περιορισμένης κυριαρχίας και περιορισμένων αμυντικών δυνατοτήτων. Χωρίς οπλικά συστήματα που μπορούν να της προσφέρουν ποιοτικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας και χωρίς εναλλακτικές πηγές οπλισμού που μπορούν να τις προσφέρουν μια στοιχειώδη αυτονομία στη χάραξη πολιτικής.
Η ουσία της όλης υπόθεσης, λοιπόν, δεν περιορίζεται στο ποια χώρα θα επιλέξουμε για την ανανέωση του στόλου μας. Οι όποιες αποφάσεις ληφθούν θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στις αυριανές δυνατότητες του στόλου αυτού.
Πιθανή απόκτηση μεγάλων μονάδων επιφανείας με αντιαεροπορικές δυνατότητες οδηγεί σε ένα Πολεμικό Ναυτικό ικανό να δράσει στην Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αποτρεπτική ισχύ της χώρας μας και τις στρατηγικές τις επιδιώξεις. Από την άλλη, αν περιοριστούμε στην αγορά ελαφρών, παράκτιων φρεγατών και μικρών κορβετών, τότε θα οδηγηθούμε σε ένα Πολεμικό Ναυτικό περιορισμένο στο Αιγαίο, σε παθητικό ρόλο. Έτσι θα επιβεβαιωθούν και οι φωνές που μας νουθετούν ότι… «το Καστελόριζο κείται μακράν».
Η απόφαση είναι άκρως πολιτική. Η ανανέωση του Πολεμικού Ναυτικού είναι το πεδίο στο οποίο θα αποδειχθούν οι πραγματικές προθέσεις, τόσο της κυβέρνησης, όσο και των «συμμάχων» μας. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τις διεργασίες που γίνονται ανάμεσα στις εμπλεκόμενες χώρες, αλλά οι εξελίξεις δεν προμηνύουν τίποτε θετικό. Την ώρα που η τουρκική επιθετικότητα εντείνεται, οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις ανέμεναν πολλά από τα δύο ταξείδια που είχε προγραμματίσει ο υπουργός Εθνικής Άμυνας σε Γαλλία και Η.Π.Α.
Αμφότερα φαίνεται να ακυρώθηκαν. Τελικά οι «σύμμαχοί» μας θα προσαρμόσουν τις προτάσεις τους, ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της ελληνικής άμυνας, ή θα καταλήξουμε να προσαρμόσουμε εμείς την άμυνά μας, ώστε να ανταποκρίνεται… στις προτάσεις των «συμμάχων» μας; Ας ελπίσουμε η κυβέρνηση να μην επιβεβαιώσει τους φόβους μας και να ανακοινώσει σύντομα το ταξείδι στο Παρίσι για το κλείσιμο της συμφωνίας.