Απευθυνομαι στους αγραμματους βολεμενους, που ανεχονται να λενε οτι θελουν οι βαρβαροι...
Κάνδαυλος: Το σουβλάκι γεννήθηκε στην Ελλάδα, όχι στην Τουρκία...
Tο έψηναν σε καλαμάκια 3500 χρόνια πριν
Ελληνικό σουβλάκι: Ήδη από την Ομηρική εποχή, συναντάμε αναφορές σε «οβελίσκους», ξύλινα ραβδιά στα οποία ψήνονταν κομμάτια κρέατος.
To σουβλάκι είναι αδιαμφισβήτητα το πιο γνωστό ελληνικό φαγητό. Ποιος Έλληνας, ντόπιος ή τουρίστας από ολόκληρο τον κόσμο, δεν έχει γευτεί ή έστω δεν έχει λαχταρήσει αυτό το μοναδικό street food; Πίσω από την απλότητά του, όμως, κρύβεται μια πλούσια ιστορία που χάνεται στα βάθη του χρόνου.
Το σουβλάκι, το πιο γνωστό ελληνικό έδεσμα, γεννήθηκε στην αρχαιότητα
Ήταν γνωστό με τα ονόματα “Οβελίσκος”, από την λέξη “οβελός” η οποία αναφερόταν στην σημερινή σούβλα, και “Κάνδαυλος”, που προερχόταν πιθανόν από την λέξη “δαυλός”. Είναι γνωστό από έργα του Αριστοφάνη καθώς και αναφορές του Ξενοφώντος και του Αριστοτέλη, ενώ αναφέρεται και στο έργο Δειπνοσοφιστές του ρήτορα Αθήναιου. Μάλιστα υπήρχε το “Οψαρτυτικό” ένας οδηγός μαγειρικής γραμμένος από τον Ηγήσιππο όπου εμφανίζεται πρώτη φορά με την ονομασία Κάνδαυλος.
Σύμφωνα με τις αρχαίες αναφορές, ο Οβελισκός συνδύαζε κομμάτια από ψητό κρέας, πίτα, τυρί και άνηθο, και σερβίρονταν μαζί με ζουμί. Αργότερα, σε ρωμαϊκά γραπτά αναφέρεται ότι περιείχε και κομμάτια από εντόσθια.
Υπολείμματα του μάλιστα έχουν βρεθεί σε ανασκαφές μινωικών οικισμών και στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης, όπου ήρθε στο φως ένα σκεύος που αναπαριστά ένα ζεύγος “Κρατευτών” (η ονομασία πιθανόν προέρχεται από το αρχαίο κραταιός που σημαίνει ισχυρός-δυνατός και μεταφορικά ανθεκτικός στην πυρά), με ζωόμορφες απολήξεις το οποίο οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι αποτελούσε το σκεύος στο οποίο ψηνόταν ο Κάνδαυλος.
Πριν κάποια χρόνια ο αρχαιολόγος Χρίστος Ντούμας μίλησε στην Ελευθεροτυπία και στην Ευάννα Βενάρδου για τις νοστιμιές που απολάμβαναν οι πρόγονοί μας πριν από 3.500 χρόνια και αναφέρθηκε στο σουβλάκι.
«Βρήκαμε πολλά κατάλοιπα καρπών, μέσα σε δοχεία που φυλάσσονταν στα σπίτια. Καθώς έπεσε η τέφρα απανθρακώθηκαν και έτσι διατηρήθηκαν», εξηγεί ο Χρ. Ντούμας.
«Οι καρποί αυτοί ήταν προϊόντα καλλιεργειών -γι’ αυτό και έχουμε γνώσεις για τις καλλιέργειες εκείνης της εποχής. Βρήκαμε φάβα, φακές, κριθάρι-, σε ένα μάλιστα πιθάρι γεμάτο τέφρα βρήκαμε αποτυπώματα αμύγδαλων. Εντοπίσαμε επίσης πολλά κουκούτσια ελιών θρυμματισμένα, άρα μιλάμε για παραγωγή λαδιού. Βρήκαμε και ένα πιθάρι με σαλιγκάρια, αν και τα συγκεκριμένα ήταν εισαγωγής! Επρόκειτο για κρητικά σαλιγκάρια».
Βρήκαν όμως και πάρα πολλούς σπόρους από σύκα:
«Αυτή ήταν η ζάχαρή τους. Και βέβαια, το σύκο ήταν το καθαρτικό τους!» (χαμογελάει).
Βρήκατε και υπολείμματα ψαριού;
«Μέσα σε πιθάρια εντοπίσαμε αποξηραμένα ψάρια και κόκαλα ψαριών. Μάλιστα, καθώς σκάβαμε σε βαθιά στρώματα για τα θεμέλια των στύλων του στεγάστρου, βρήκαμε γάρον (garum κατά τους Ρωμαίους). Πρόκειται για μια πάστα από ψάρι, λιχουδιά για τους Ρωμαίους. Η αριστοκρατία απολάμβανε το καλύτερο μέρος του ψαριού, ενώ η «πλέμπα» και ο στρατός χρησιμοποιούσαν τα κεφάλια, τις ουρές, τα πτερύγια. Βρήκαμε ένα τέτοιο πιθαράκι και επρόκειτο για σημαντική ανακάλυψη μιας και απέδειξε ότι 1.500 χρόνια πριν τους Ρωμαίους, το έφτιαχναν στη Θήρα. Είναι βέβαια χαρακτηριστικό ενός λαού που ζει με και από τη θάλασσα…»
Η πιο σπάνια, όμως, λιχουδιά ήταν ο γάρος, μια εκλεκτή σάλτσα που εξυμνούσε ο Σοφοκλής, ο Πλάτωνας και ο Πλίνιος από εντόσθια ψαριών και μικρά ψάρια (σαρδέλες, αθερίνες) που παστώνονταν σε χοντρό αλάτι και απλώνονταν στον ήλιο 2-3 μήνες. Το παχύρευστο υγρό που έπαιρναν από το σούρωμα αραιωνόταν με ελαιόλαδο, κρασί ή ξύδι και αποθηκευόταν στο γαράριον για σάλτσα. Σε ορισμένες περιοχές, μάλιστα, έφτιαχναν γάρο μόνο από συκώτι κολιού ενώ η αρχική συνταγή έδωσε την ιδέα για την σάλτσα αντζούγιας των Σικελών και την γουόστερ σος (Worcestershire sauce).
– Κρέας έτρωγαν;
«Βρήκαμε άφθονα κόκαλα από αιγοπρόβατα, που αποτελεί βασικό είδος κτηνοτροφίας και σήμερα στα νησιά, ελάχιστα βοοειδή (στα νησιά δεν μπορούν να εκθρέψουν μεγάλα ζώα) και πολύ λίγο κυνήγι (κουνέλια, αποδημητικά πουλιά). Βρήκαμε όμως πάρα πολλά κατάλοιπα από αχινούς, αχιβάδες, κυδώνια και άλλα παρεμφερή θαλασσινά».
«Ξέρουμε πως είχαν τριποδικές χύτρες -που σημαίνει ότι, αν μη τι άλλο, έβραζαν. Γιαχνί πάντως δεν νομίζω πως έφτιαχναν, αφού δεν είχαν ντομάτες. Σήμερα μπορεί να μιλάμε για τα περίφημα σαντορινιά ντοματάκια, όμως οι ντομάτες μας ήρθαν από την Αμερική! Βρήκαμε επίσης ταψιά και φορητά τριποδικά φουρνάκια: φωτιά από πάνω, φωτιά από κάτω και ταψάκι με καπάκι και πορτούλα. Ενα είδος γάστρας με πόδια». Κρατευτές σουβλακιών
– Τι σας εξέπληξε πιο πολύ από αυτά που ανακαλύψατε;
«Οι Κρατευτές: πάνω τους έψηναν σουβλάκια. Είχαν εγκοπές αλλά και τρυπούλες για να κυκλοφορεί ο αέρας και να μην σβήνουν τα κάρβουνα. Ηταν πολύ εργονομικοί. Στην άκρη τους είχαν το σχήμα κεφαλής κριαριού. Και εξασφάλιζαν και ένα υγιεινό ψήσιμο, αφού το λίπος έπεφτε».
– Δηλαδή, το σουβλάκι είναι δικό μας έδεσμα… Κι όμως, κάποιοι σήμερα νομίζουν ακόμα πως είναι τουρκικής προέλευσης.
«Το σουβλάκι κατάγεται από το Αιγαίο. Οι Τούρκοι ήρθαν το 1453 μ.Χ. Κάποτε είχα μια κουβέντα με έναν διαπρεπή Τούρκο αρχαιολόγο, τον ελληνιστή Εκρέμ Ακουργκάλ. Και του έλεγα ότι έχουμε δανειστεί κι εμείς πολλά από την τουρκική κουζίνα. Φέρνοντάς του ως παράδειγμα τον κεφτέ. Και μου λέει:
«Είστε αφελής. Οι Τούρκοι όταν ήρθαν εδώ ήταν νομάδες. Δεν είχαν κουζίνα. Απλώς υιοθέτησαν τη βυζαντινή κουζίνα. Ας μην κοροϊδευόμαστε: η λέξη «κεφτές» δεν είναι τούρκικη. Είναι η βυζαντινή λέξη «κοπτόν κρέας…».
Και πράγματι, θυμάμαι ακόμα τη μαμά μου και τη γιαγιά μου να κόβουν γρήγορα και σταυρωτά το κρέας με δύο κοφτερά μαχαίρια κάνοντας το κιμά!».
– Οι ανασκαφές του Ακρωτηρίου αποτελούν τα παλαιότερα τεκμήρια για το τι έτρωγαν οι Έλληνες;
«Οχι. Υπάρχουν σκόρπια ευρήματα και από τη νεολιθική εποχή (5η και 4η χιλιετία π.Χ.) σε Θεσσαλία, Μακεδονία, Θράκη. Ομως στο Ακρωτήρι, χάρη στο ηφαίστειο, πρώτη φορά βρέθηκαν τόσο πολλά μαζεμένα -και τόσο καλά διατηρημένα. Σκεφθείτε πως στις λάβες της Σαντορίνης υπάρχουν εγκλείσματα φυτών όπως τα φοινικόδεντρα ή οι ελιές που χρονολογούνται 60.000 χρόνια πριν από σήμερα. Και αποκαλύπτουν ένα κλίμα που δεν διαφέρει από το σημερινό. Στα πρώιμα ιστορικά χρόνια, την 5η, 4η ή 3η χιλιετία π.Χ., οι άνθρωποι άρχισαν να καλλιεργούν την ίδια αυτή άγρια χλωρίδα». Η περίφημη μεσογειακή διατροφή έχει πολύ μακρινές ρίζες τελικά.