Οι Τσάμηδες ή Τσιάμηδες αποτελούν υποομάδα των Αλβανών οι οποίοι κατοικούσαν στην περιοχή της Ηπείρου, σε μία περιοχή που είναι γνωστή ως Τσαμουριά. Είχαν τη δικιά τους ιδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητα, μείγμα αλβανικών και ελληνικών επιρροών, καθώς και δικών τους στοιχείων. Μιλούσαν τη δικιά τους διάλεκτο, τα τοσκικά. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν μουσουλμάνοι και μερικοί ορθόδοξοι χριστιανοί. Κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής των πληθυσμών το 1923, οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες εξαιρέθηκαν. Στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις του Άξονα, κάτι που προκάλεσε τη βίαιη εκδίωξη τους από τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ υπό την υποστήριξη των Βρετανών και Αμερικάνων στρατιωτικών συνδέσμων, στην Αλβανία. Μεταπολεμικά συνάντησαν ιδιαίτερη καχυποψία από το κομμουνιστικό καθεστώς. Ενώ μετά τη πτώση του καθεστώτος, υπάρχουν από οργανώσεις Τσάμηδων προσπάθειες ανακίνησης θεμάτων μεταξύ άλλων επιστροφής περιουσιών.
Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, η παρουσία των Τσάμηδων στην Ήπειρο δεν δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα σε σχέση με τους τριγύρω χριστιανικούς πληθυσμούς, λόγω του χαρακτήρα της πολυεθνικής και πολυθρησκευτικής συνύπαρξης που είχε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με τους Βαλκανικούς Πολέμους όμως, η κατάσταση μεταβάλλεται, καθώς αλλάζει και το πλαίσιο μέσα στο οποίο μέχρι τότε συνυπήρχαν διαφορετικοί πληθυσμοί εντός του οθωμανικού κράτους. Η αντίπαλη δράση ελληνικών και αλβανικών παραστρατιωτικών ομάδων δημιουργεί κύκλους εκδίκησης κι αντεκδίκησης μεταξύ Ελλήνων και Τσάμηδων, θέτοντας το νέο πλαίσιο εντός του οποίου θα δημιουργηθεί στο μέλλον το πρόβλημα των Τσάμηδων εντός του ελληνικού κράτους.
Οι τριβές μεταξύ των μουσουλμάνων Τσάμηδων και των χριστιανών Ελλήνων επεκτάθηκαν και πέρα από την οικονομική σφαίρα και το ζήτημα των περιουσιών. Για παράδειγμα, οι μουσουλμάνοι γονείς αρνούνταν τη φοίτηση των παιδιών τους στα Δημοτικά Σχολεία για θρησκευτικούς κυρίως λόγους. Επίσης αρνούνταν τους Έλληνες χριστιανούς δασκάλους και την από κοινού φοίτηση αγοριών και κοριτσιών. Το ελληνικό κράτος προσέλαβε μουσουλμάνους δασκάλους για τη διδασκαλία των θρησκευτικών και της αραβικής γλώσσας. Η ρευστότητα των Αλβανικών συνόρων σε συνδυασμό με την επιρροή της Ιταλίας δημιούργησε μια αλβανική ελίτ μουσουλμάνων Τσάμηδων η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1940. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας ποτέ δεν προσέλκυσε τη στήριξη των Τσάμηδων, καθώς η πολιτική του φάνταζε κοσμική και εκσυγχρονιστική.
Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία, οργανώσεις Τσάμηδων ζήτησαν την επιστροφή τους στην Ελλάδα. Το 1990 δημιουργήθηκε ο Πατριωτικός σύλλογος Τσαμουριά με κύριο σκοπό όπως διατυπώθηκε στη συνεδρίαση της 17η Μαρτίου 1991 και δημοσιεύθηκε στο επίσημο δημοσιογραφικό όργανο της Τσαμουριά - Πατρική εστία η αναγνώριση και προάσπιση των δικαιωμάτων των Τσάμηδων. Κατηγορήθηκε η τότε ελληνική κυβέρνηση και ιδιαίτερα ο τότε πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης ότι προσπάθησε να υποβαθμίσει το θέμα των Τσάμηδων. Η πρωτοβουλία αυτή των Τσάμηδων δημιούργησε την εντύπωση ότι υπήρχε μια μεγάλη πληθυσμιακά μειονότητα στην Ήπειρο και συγκεκριμένα στη Θεσπρωτία[εκκρεμεί παραπομπή]. Με βάση όμως την εθνική απογραφή στις 17/03/1991 οι Τσάμηδες που καταγράφηκαν ήταν πολύ λίγοι: αριθμούν 56 άτομα σε τρεις κοινότητες.
