Κατὰ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1918, ἡ ἰσπανικὴ γρίπη θέριζε ὅλη τὴν εὐρωπαϊκὴ ἤπειρο. Στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀγρινίου, οἱ περισσότεροι οἰκισμοὶ θρηνοῦσαν καθημερινὰ ἀρκετοὺς νεκρούς. Στὴν πόλη τοῦ Ἀγρινίου, ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀριθμοῦσε περίπου 15.000 πληθυσμό, οἱ θάνατοι πλησίαζαν ἢ ἔφταναν τοὺς πενήντα, κάθε μέρα. Μάλιστα, ἀπὸ τὸν φόβο τῆς μετάδοσης τῆς ἀσθένειας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος τους, συχνὰ οἱ νεκροὶ μεταφέρονταν μὲ κάρα καὶ θάπτονταν ἀκόμα καὶ χωρὶς παρουσία ἱερέως…
Μιὰς καὶ ἡ ἐπιστήμη ἦταν ἀδύναμη νὰ προσφέρει, κατὰ τὴν συγκεκριμμένη στιγμή, σωτηρία, ὁ νοῦς τῶν Αἰτωλῶν πῆγε στὴν θαυματουργὸ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας. Ἄλλως τε, ὅλη ἡ περιοχὴ τῆς Εὐρυτανίας καὶ τῆς Αἰτωλοακαρνανίας, τὴν Εἰκόνα αὐτὴ εἶχε σὰν ἀποκούμπι σωτηρίας, τόσο σὲ ἀσθένειες, ὅσο καὶ σὲ ἐπιδρομὴ ἀκρίδας. Κοντὰ ἦταν τὸ 1854, τότε ποὺ ἡ περιοχὴ τοῦ Ἀγρινίου εἶχε ἀποδεκατιστεῖ ἀπὸ τὴν χολέρα καὶ εἶχε σωθεῖ ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ θαυματουργοῦ Εἰκονίσματος. Ἔτσι, ὁ νοῦς τῶν ἀνθρώπων στράφηκε πάλι πρὸς τὴν Θεοτόκο.
Μετὰ ἀπὸ ἔγκριση τοῦ Μητροπολίτη Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας Ἀμβροσίου, στὴν δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου ὑπαγόταν τότε ἡ ἱερὰ μονή, τριμελὴς ἐπιτροπὴ μετέβη στὸν Προυσό, κατὰ τὸ ἀπόγευμα τῆς 22ας Ὀκτωβρίου1918. Τὸ πρωὶ τῆς 4ης τοῦ μηνός, μετὰ τὴν ὀρθρινὴ ἀκολουθία, ξεκίνησε ἡ πομπὴ μὲ τὴν Εἰκόνα. Στὰ ὄρια τῶν δύο μητροπόλεων, στὴν περιοχὴ Ἀραποκέφαλα, εἶχε συγκεντρωθεῖ πλῆθος κόσμου (κατὰ τὶς περιγραφές, περίπου 5.000), καὶ ἔγινε ἡ πρώτη δέηση. Τὸ ἄλλο πρωί, φτάνει στὴν Καλλιθέα, ὅπου ψέλνεται Παράκληση, καὶ τὸ ἴδιο βράδυ φτάνει ἔξω ἀπὸ τὸ Ἀγρίνιο.
Ἡ πλειονότητα τοῦ πληθυσμοῦ τῆς πόλης περίμενε τὴν ἱερὰ Εἰκόνα στὰ πρῶτα σπίτια τοῦ Ἀγρινίου. Οἱ καμπάνες τῆς πόλεως ἐσήμαναν χαρμόσυνα. Στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος, γιὰ ἕνα εἰκοσιτετράωρο ἡ ἀκολουθία ἦταν ἀσταμάτητη. Ὅλοι προσκυνοῦσαν τὴν Κυρὰ τῆς Ῥούμελης καὶ πλῆθος κόσμου κοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Μὲ τὴν ἄφιξη τῆς Παναγίας, τὸ θανατικὸ σταμάτησε στὴν πόλη τοῦ Ἀγρινίου. Οἱ πρώην ἄῤῥωστοι τρέχουν ὑγιεῖς νὰ προσκυνήσουν. Στὶς 27 τοῦ Ὀκτώβρη, ἡ Εἰκόνα μεταφέρεται στὸν ναὸ τοῦ πολιούχου ἁγίου Χριστοφόρου καὶ τὶς ἐπόμενες ἡμέρες στοὺς ναοὺς τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς καὶ τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Σύσσωμος ὁ λαὸς συμμετέχει μὲ ἐξομολόγηση καὶ θεία κοινωνία, εὐχαριστῶντας τὸν Θεὸ ποὺ δὲν ὑπάρχει πλέον θανατικὸ στὴν πόλη τους.
Κατὰ τὴν 1η Νοεμβρίου, ἡ Εἰκόνα φτάνει στὸν σιδηροδρομικὸ σταθμὸ Μεσολογγίου, συνοδευόμενη ἀπὸ καταῤῥακτώδη βροχή. Μάλιστα, οἱ γιατροὶ τῆς ἐποχῆς σχολίαζαν ἀρνητικὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ πλῆθος αὐτὸ ἀνέμενε ὧρες (ἀπὸ τὴν νύχτα, στὴν θέση Φοινίκια) γιὰ τὴν προϋπάντηση, ἐν μέσῳ γρίπης. Ὑπῆρχε φόβος μετάδοσης τῆς ἀσθενείας λόγῳ τοῦ συνωστισμοῦ καὶ ἡ βροχὴ ἐπιδείνωνε τὴν κατάσταση.
Οἱ χριστιανοί, ὅμως, ἐμπιστεύτηκαν περισσότερο τὴν Παναγία. Παρέμειναν μὲ πίστη, ὑποδέχτηκαν τὴν Παναγία, ἔψαλαν Παράκληση καὶ τὴν ὁδήγησαν στὴν ἱερὰ πόλη, λιτανεύοντάς την μέσα στοὺς δρόμους τῆς πόλης. Τὸ ἴδιο βράδυ, ἐν ᾧ οἱ πιστοὶ προσεύχονταν, ἰσχυρὸς ἀέρας χτύπησε τὴν περιοχή. Ἀπὸ τὸ πρωὶ τῆς 2ας Νοεμβρίου1918, κανένας θάνατος δὲν σημειώθηκε στὸ Μεσολόγγι ἀπὸ τὴν γρίπη. Στὴν συνέχεια, ἡ Εἰκόνα μεταφέρθηκε στὸ Αἰτωλικὸ καὶ ἀλλοῦ, σώζοντας κὶ ἐκεῖ τὸν πιστὸ λαό. Μάλιστα, ὅταν ἡ Εἰκόνα μεταφερόταν, μὲ τὰ πόδια, πρὸς τὸ Παναιτώλιο, στὰ σημεῖα ποὺ γινόταν στάση, ὁ κόσμος ἀργότερα κατασκεύασε εἰκονίσματα.
Σὲ ὅσες περιοχὲς παρέμεινε ἡ θαυματουργὸς Εἰκόνα, ὁ κόσμος συμμετεῖχε ὁμαδικὰ μὲ προσευχὴ καὶ συμμετοχὴ στὴν θεία κοινωνία. Ἔνοιωθε καὶ ἦταν ὑπὸ τὴν σκέπη τῆς Παναγιᾶς μας, ὁπότε δὲν εἶχε τὸν παραμικρὸ φόβο νὰ ἀῤῥωστήσει, ένοιωθε τὴν σιγουριὰ πώς θά γιατρευθεῖ αὐτὸς ἢ οἱ οἰκείοι του. Ἔβλεπε τὸ μεγάλο θαῦμα (τῆς ἰάσεως), ἀλλὰ καὶ πολλὰ μικρότερα.
Μετὰ ἀπὸ ἕνα αἰῶνα, ἡ περιοχὴ τοῦ Ἀγρινίου θυμᾶται ζωντανὰ τὴν εὐεργεσία τῆς Θεοτόκου. Ἡ κεντρικὴ κανδήλα τῆς Προυσιωτίσσης εἶναι ἀφιέρωμα τῶν κατοίκων τοῦ Ἀγρινίου, ὡς εὐχαριστήριο γιὰ τὴν ἴαση ἀπὸ τὴν γρίπη τοῦ 1918. Ἕνα ἑπτάφωτο πολυκάνδηλο εἶναι ἀφιέρωμα τῶν Μεσολογγιτῶν, ποὺ τὸ προσέφεραν μὲ χρήματα ποὺ συγκέντρωσαν ἀπὸ ἔρανο. Ἀντίγραφα τῆς κοσμοσώτηρος Θεοτόκου Προυσιωτίσσης ἔγιναν σὲ πολλοὺς ναοὺς ποὺ ἔκανε στάση τὸ Εἰκόνισμα. Τέλος, σὲ πολλὰ χωριὰ τοῦ αἰτωλικοῦ κάμπου, κάθε χρόνο ἑορτάζουν τὴν ἀνάμνηση τοῦ γενομένου θαύματος (Λ.χ., στὰ Καλύβια (α΄ Κυριακὴ τοῦ Νοεμβρίου) καὶ στὸ Παναιτώλιο (25 Νεομβρίου).
αρχιμ. Γεράσιμος (Τσιρώνης)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
– Ἀρχεῖο Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Προυσιωτίσσης
– «Θαύματα τῆς Προυσιώτισσας κατὰ τὴν ἐπιδημία τοῦ 1918», στὴν Ἐκκλησιαστικὴ παρέμβαση, περιοδικὴ ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου, τεῦχος 157 (Αὔγουστος 2009), ὅπως προσπελάστηκε στὴν διεύθυνση http://www.parembasis.gr/index.php/el/menu–teyxos–157/1413-2009–157-08 στὶς 14-3-2020. Τὸ κείμενο εἶναι σύντμηση κειμένου ποὺ ἐπιγράφεται «ἐκτάκτου ἐνδιαφέροντος ῥεπορτὰζ τοῦ ἀνταποκριτοῦ μας κ. Θ. Λιαπίκου».
– Σχισμένου-Λειβαδίτη Κωνσταντούλας, Τὸ Παναιτώλιο στὰ μονοπάτια τοῦ χρόνου, ἔκδοση Πνευματικοῦ Κέντρου Δήμου Θεστιέων, χ.χ., χ.τ.
– Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο, τ. Α’, Ἅγιον Ὄρος 2013, σελ. 334.
– Προφορικὲς μαρτυρίες ποὺ κατατέθησαν στὴν Μονὴ Προυσιωτίσσης.
Εκ του Γραφείου Τύπου της Ιεράς Μητροπόλεως
Πηγή