Είναι δεδομένο πως με μια Ευρώπη που συνεχίζει να «χαϊδεύει» το τουρκικό καθεστώς, ο Ερντογάν και οι «αυλικοί» του θα συνεχίσουν να επιδίδονται σε ανεκδιήγητα παραληρήματα και αλλοπρόσαλλες δηλώσεις που δείχνουν πανικό, έλλειψη λογικών επιχειρημάτων και σίγουρα το μόνο που προκαλούν είναι θυμηδία.
Πριν λίγο καιρό, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου υποστήριξε ότι η Ελλάδα παραβιάζει το καθεστώς αποστρατικοποίησης στο Αιγαίο και ότι η Τουρκία επιθυμεί να το συζητήσει «μαζί με πολλές άλλες διαφορές στο Αιγαίο, με σκοπό την επίλυσή τους μέσω του διαλόγου». Προσέξτε, το λέει αυτό ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας που αποτελεί κατοχική δύναμη στην Κύπρο.
Έτσι, λοιπόν, η Τουρκία επαναφέρει το ζήτημα αποστρατικοποίησης νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και της Δωδεκανήσου, αίτημα που με την ίδια ή μικρότερη ένταση επανέρχεται διαρκώς μετά το 1974. Ποιος είναι όμως ο στόχος της Τουρκίας; Γιατί επαναφέρει συνεχώς το ζήτημα της αποστρατικοποίησης;
Οι πέρα για πέρα παράλογες αξιώσεις που προβάλλει με κάθε ευκαιρία το τουρκικό καθεστώς, ουσιαστικά υπονομεύουν τις συζητήσεις με την Ελλάδα, με ορισμένους μάλιστα να τονίζουν πως ενδεχομένως αυτός να είναι και ο απώτερος στόχος της γείτονος, δηλαδή να αποτύχει τελικά ο όποιος διάλογος και κανείς να μην μπορεί να κατηγορήσει την Τουρκία γι’ αυτό. Έτσι, Ελλάδα και Τουρκία θα οδηγηθούν στο τραπέζι μιας «συνολικής διαπραγμάτευσης», ενδεχομένως στη Χάγη, όπου η Άγκυρα θα ανοίξει την ατζέντα με όλα τα θέματα που η ίδια θεωρεί ότι πρέπει να ανοίξουν.
Εκεί είναι που θα ζητήσει τον… ουρανό με τ’ άστρα, ακόμα και το μισό Αιγαίο, με στόχο να αποκομίσει σημαντικά οφέλη, είτε εδαφικά, είτε νομικά, διπλωματικά ή στρατιωτικά. Αυτή είναι άλλωστε και η πάγια τακτική των Τούρκων, εδώ και πολλές δεκαετίες. Η αλήθεια για την στρατικοποίηση των νησιών Το βασικό επιχείρημα ενάντια στις τουρκικές αιτιάσεις περί αποστρατικοποίησης είναι η ορθή – και γνωστή πλέον – ρήση: «Ό, τι απειλείται, δεν αποστρατικοποιείται».
Στην περίπτωση των νησιών του Αιγαίου, βιώνουμε κατά τις τελευταίες δεκαετίες διαρκείς παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου, υπερπτήσεις ακόμα και πάνω από κατοικημένα νησιά, μόνιμα εγκατεστημένη «Στρατιά του Αιγαίου» στη Σμύρνη, παράνομη δραστηριότητα του τουρκικού στόλου, καθημερινές απειλές ακόμα και κατά πολιτών.
Πώς λοιπόν η Ελλάδα να απαντήσει σε αυτές τις ενέργειες της Τουρκίας; Μήπως επικαλούμενη το διεθνές δίκαιο και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών; Το ίδιο επικαλείται και στην Κύπρο από το 1974, αλλά η παράνομη κατοχή συνεχίζεται και μάλιστα επεκτείνεται στην Α.Ο.Ζ. της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η απάντηση λοιπόν της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία είναι μία:
Στρατικοποίηση των νησιών. Αυτή και μόνο είναι η απάντηση απέναντι σε μια διακηρυγμένη και μόνιμη απειλή. Άλλωστε, υπενθυμίζουμε πως το δικαίωμα της Ελλάδα να εξοπλίζει τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη προκύπτει μέσω της κατάργησης της Σύμβασης της Λοζάνης για τα Στενά το 1923 και της αντικατάστασής της από τη Σύμβαση του Μοντρέ το 1936, γεγονός που έχει δεχθεί η τουρκική πλευρά μέσω της επιστολής Esref, του Τούρκου Πρέσβη στην Αθήνα κατά τη δεδομένη περίοδο και σχετικής τοποθέτησης του τότε Υπουργού Εξωτερικών Aras στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών, «η αποστρατικοποίηση των ελληνικών νησιών Λήμνου και Σαμοθράκης- η οποία μαζί με την αποστρατικοποίηση των Δαρδανελλίων, της Θάλασσας του Μαρμαρά και του Βοσπόρου, καθώς επίσης και των τουρκικών νησιών Ίμβρου (Gokceada), Τενέδου (Bozcaada) και Λαγουσών (Tavcan), αρχικώς προεβλέπετο από τη Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά του 1923, ωστόσο καταργήθηκε από τη Σύμβαση του Montreux του 1936- η οποία, όπως ρητώς μνημονεύεται στο προοίμιό της, αντικατέστησε στο σύνολό της την προαναφερόμενη Σύμβαση της Λωζάννης.
Το δικαίωμα της Ελλάδας να εξοπλίσει τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη αναγνωρίσθηκε από την Τουρκία, σύμφωνα και με την επιστολή που απηύθυνε στον έλληνα Πρωθυπουργό στις 6 Μαΐου 1936 ο τότε Τούρκος Πρέσβης στην Αθήνα Roussen Esref, κατόπιν οδηγιών της Κυβέρνησής του. Η Τουρκική Κυβέρνηση επανέλαβε αυτή τη θέση, όταν ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Rustu Aras, απευθυνόμενος προς την Τουρκική Εθνοσυνέλευση με την ευκαιρία της κύρωσης της Συμβάσεως του Montreux, αναγνώρισε ανεπιφύλακτα το νόμιμο δικαίωμα της Ελλάδας να εγκαταστήσει στρατεύματα στη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, με τις εξής δηλώσεις του:
«Οι διατάξεις που αφορούν τις νήσους Λήμνο και Σαμοθράκη, οι οποίες ανήκουν στη γειτονική μας και φιλική χώρα Ελλάδα και είχαν αποστρατικοποιηθεί κατ’ εφαρμογήν της Σύμβασης της Λωζάννης του 1923, επίσης καταργήθηκαν με τη νέα Σύμβαση του Montreux και αυτό μας ευχαριστεί ιδιαίτερα» (Εφημερίδα των πρακτικών της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, τεύχος 12, Ιούλιος 31/1936, σελ. 309). Παρόμοιες διαβεβαιώσεις εδόθησαν σχετικώς, κατά την ίδια περίοδο, εκ μέρους της Τουρκίας προς τις Κυβερνήσεις τρίτων ενδιαφερομένων χωρών.
Όσον αφορά τα Δωδεκάνησα, η Τουρκία δεν είναι καν συμβαλλόμενο μέρος στην υπογραφείσα το 1947 Συνθήκη των Παρισίων μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας για την παραχώρηση του συμπλέγματος. Τέλος, σχετικά με τις περιπτώσεις της Λέσβου, της Χίου, της Σάμου και της Ικαρίας, η Ελλάδα έχει αναλάβει συγκεκριμένες υποχρεώσεις υπό τον όρο της μη διεξαγωγής υπερπτήσεων, κάτι φυσικά που η Άγκυρα ουδέποτε τήρησε και σεβάστηκε. Επίσης, η Ελληνική Κυβέρνηση ανέλαβε μόνον την υποχρέωση, σύμφωνα με το Aρθρο 13 της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης, να μην εγκαταστήσει εκεί ναυτικές βάσεις ή οχυρωματικά έργα.
Ευθεία απειλή κατά της εδαφικής ακεραιότητας Η ελληνική πλευρά οφείλει να αντιμετωπίσει τις προσπάθειες αυτές της Άγκυρας με ιδιαίτερη προσοχή, καθώς το τουρκικό αίτημα για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου αποτελεί ευθεία απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Όπως αναφέρει ο Δρ. Γιώργος Λιμαντζάκης στο Foreign Affairs, η Άγκυρα φαίνεται να επιδιώκει την δημιουργία μιας «ζώνης ασφαλείας» μεταξύ της επικράτειάς της και της ηπειρωτικής Ελλάδας, η οποία θα επέτρεπε στην Τουρκία να εξυπηρετεί αποτελεσματικά τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της στην περιοχή σε καιρό ειρήνης, ενώ παράλληλα θα περιόριζε σημαντικά την ικανότητα της Ελλάδας να αμυνθεί ή να αντεπιτεθεί σε περίπτωση πολέμου.
Άλλωστε, είναι γνωστό πως η Άγκυρα απεργάζεται σχέδια αυτού του είδους από το 1956, όταν η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της σχεδίαζε να καταλάβει αιφνιδιαστικά την Χίο, προκειμένου να εκβιάσει λύση της αρεσκείας της στο Κυπριακό. Η δημοσιοποίηση αυτών των σχεδίων στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ώθησε την Ελλάδα να επανεξετάσει την εφαρμογή κάποιων συμβατικών δεσμεύσεών της στο ανατολικό Αιγαίο, χωρίς ωστόσο να επιθυμεί να αμφισβητήσει την ισχύ των διεθνών συνθηκών ή να επιδεινώσει τις ήδη δοκιμαζόμενες ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η Αθήνα άρχισε σταδιακά να ενισχύει τις στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, και σε ορισμένες περιπτώσεις και τις εγκαταστάσεις στις οποίες αυτές έδρευαν.
Όταν η Άγκυρα αντιλήφθηκε και κατήγγειλε τις ενέργειες αυτές, η Αθήνα επικαλέστηκε το Άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο ορίζει ότι «Καμιά διάταξη αυτού του Χάρτη δεν θα εμποδίζει το φυσικό δικαίωμα της ατομικής ή συλλογικής νόμιμης άμυνας, σε περίπτωση που ένα Μέλος των Ηνωμένων Εθνών δέχεται ένοπλη επίθεση». Η τουρκική πλευρά αντέτεινε ότι για να ασκηθεί το δικαίωμα νόμιμης άμυνας που προβλέπει ο Χάρτης, θα πρέπει το αμυνόμενο κράτος να έχει δεχτεί ένοπλη επίθεση.
Η Ελλάδα διαφωνεί με αυτή την ερμηνεία, υποστηρίζοντας ότι οι γεωγραφικές συνθήκες του Αιγαίου (δηλαδή η μεγάλη απόσταση των νησιών από την ηπειρωτική χώρα και η άμεση γειτνίασή τους με τις τουρκικές ακτές) θα καθιστούσαν άνευ αντικειμένου την λήψη μέτρων αν είχε ήδη εκδηλωθεί τουρκική επίθεση, καθώς η Τουρκία θα μπορούσε να καταλάβει τα νησιά σε μικρό χρονικό διάστημα με ελάχιστη αντίσταση.
Προκειμένου να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη, η Ελλάδα οφείλει να λάβει μέτρα νόμιμης άμυνας αντίστοιχα της απειλής που αντιμετωπίζει πριν εκδηλωθεί η τουρκική επίθεση. Η πλειονότητα των διεθνολόγων συμφωνεί με την ελληνική τοποθέτηση, αναγνωρίζοντας στο υπό απειλή κράτος το δικαίωμα να προετοιμάζεται αμυντικά απέναντι σε μια επικείμενη ένοπλη επίθεση ακόμη και αν αυτή δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί.
Η Τουρκία προσφέρει επιχειρήματα στην Ελλάδα Υπό την έννοια αυτή, είναι τουλάχιστον οξύμωρο ότι το πιο ουσιαστικό επιχείρημα υπέρ της στρατιωτικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου το προσφέρει η ίδια η Τουρκία, η οποία έχει προχωρήσει κατά τις τελευταίες δεκαετίες σε μια άνευ προηγουμένου συγκέντρωση στρατιωτικών μονάδων και υλικού σε σημεία της μικρασιατικής ακτής απέναντι από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, ενώ αμφισβητεί σχεδόν καθημερινά τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και την ελληνική κυριαρχία στον χώρο αυτό.
Παρότι οι τουρκικές κινήσεις που οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα είναι πολλές, μια από τις πιο ανησυχητικές πρωτοβουλίες της Τουρκίας σε αυτή την κατεύθυνση ήταν η συγκρότηση της 4ης Στρατιάς τον Απρίλιο του 1975, στην οποία υπάγονται δύο ταξιαρχίες πεζικού και δύο πυροβολικού, το μεγαλύτερο μέρος των τουρκικών ειδικών δυνάμεων και ο δεύτερος μεγαλύτερος αποβατικός στόλος στο ΝΑΤΟ μετά τον αμερικανικό.
Παρά τις διαβεβαιώσεις της Άγκυρας ότι η συγκρότηση της «Στρατιάς του Αιγαίου» είναι κατά βάση αμυντικό μέτρο, καθώς έπεται και δεν προηγείται της μερικής στρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου από την Ελλάδα, τόσο η σύνθεση της στρατιάς αυτής, ο όγκος της και η θέση της (στα δυτικά της χώρας) μαρτυρούν τον σκοπό και την χρησιμότητά της. Κατά συνέπεια, θα ήταν αδιανόητο να συζητήσει ένα τέτοιο ζήτημα οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση, σε διμερή ή πολυμερή βάση. Επίσης, η παραπομπή του στην διαιτησία ενός διεθνούς οργάνου (ακόμη κι αν αυτό είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης) μόνο αρνητικές συνέπειες μπορεί να έχει για τα ελληνικά συμφέροντα.
Oι Τούρκοι ποδοπατούν εδώ και έναν αιώνα σαν κουρελόχαρτο τη Συνθήκη της Λωζάνης ξεριζώνοντας βίαια κάθε ελληνικό στοιχείο από την επικράτειά τους. Δεν θα τους κάνουμε ούτε τώρα το χατίρι… Τα στρατεύματά μας βρίσκονται και θα βρίσκονται πάντοτε εκεί, στις πολεμίστρες των νησιών, ως δύναμη αποτροπής απέναντι στην επισήμως εκπεφρασμένη τουρκική επιθετικότητα, προκειμένου, εφόσον απαιτηθεί, να ασκήσουν το νόμιμο και κυριαρχικό δικαίωμα της Χώρας μας για άμυνα, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο (άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών).