Η Βουλγαρία υπερασπίζεται ό,τι έδωσαν Τσίπρας και Κοτζιάς στις Πρέσπες: «Να μην αναγνωρίσει η ΕΕ μακεδονική γλώσσα» επιμενει...
Η βουλγαρική κυβέρνηση επιδιώκει να μπλοκάρει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με τα Σκόπια, μέχρις ότου οι Σκοπιανοί παραδεχθούν ότι ιστορικά και γλωσσικά αποτελούν τμήμα της Βουλγαρίας, αναφέρει σε δημοσίευμά της η Deutsche Welle παραθέτοντας το ιστορικό της διαμάχης και τις διεκδικήσεις της γείτοντας χώρας.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει: «μια κυοφορούμενη ιστορική διαμάχη ανάμεσα σε δύο γειτονικές χώρες των Βαλκανίων τείνει να πάρει ευρωπαϊκές διαστάσεις, καθώς μάλιστα πλησιάζει ο Δεκέμβριος, οπότε για τη μία εξ αυτών, τα Σκόπια (Β. Μακεδονία την αναφέρει), πρόκειται να ξεκινήσουν ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την ΕΕ. Η κυβέρνηση των Σκοπίων, που από το 2005 έχει το καθεστώς υποψήφιας χώρας, ήλπιζε ότι θα είχαν τελειώσει όλες οι ιστορικές διαμάχες με τους γείτονες μετά την αλλαγή του ονόματος και τη σχετική συμφωνία με την Αθήνα. Έτσι μετά την ένταξη στο ΝΑΤΟ τον περασμένο Μάρτιο, ήθελε να ξεκινήσει τον μακρύ δρόμο προς την πλήρη ένταξη στην ΕΕ. Αλλά υπολόγιζε χωρίς της Βουλγαρία».
«Πλύση εγκεφάλου από τον Τίτο»
Ένα ντοκουμέντο με τον μακροσκελή τίτλο «Επεξηγηματικό μνημόνιο για τις σχέσεις της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας με τη Δημοκρατία της Β. Μ. σε σχέση με τη διαδικασία διεύρυνσης της ΕΕ, σύνδεσης και σταθεροποίησης» προσέλκυσε το ενδιαφέρον των ΜΜΕ των Σκοπίων. Το εξασέλιδο κείμενο εστάλη τον περασμένο Αύγουστο από τη Σόφια προς τις πρωτεύουσες των 26 κρατών-μελών και παρουσιάζει τις βουλγαρικές θέσεις σε πολλά ιστορικά ζητήματα. Κεντρική θέση σε αυτά καταλαμβάνουν οι «εθνικές και γλωσσικές παρεμβάσεις, που έγιναν στα Σκόπια τη δεκαετία του ’70 μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο».
Επισημαίνονται τα εξής ενδιαφέροντα στο κείμενο: «Η διαδικασία ένταξης της Β. Μ. προσφέρει μια πραγματική ευκαιρία στην ηγεσία της να σπάσει τους δεσμούς με την ιδεολογική κληρονομιά και τις πρακτικές της κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας. Η διαδικασία διεύρυνσης δεν θα πρέπει να νομιμοποιήσει τις εθνικές και γλωσσικές παρεμβάσεις προηγούμενων αυταρχικών καθεστώτων», αναφέρεται στο μνημόνιο.
Σύμφωνα με την επίσημη βουλγαρική ιστοριογραφία οι σλαβικής καταγωγής κάτοικοι της Β.Μ. είναι Βούλγαροι και μιλούν βουλγαρικά, αλλά υπέστησαν πλύση εγκεφάλου υπό το κομμουνιστικό καθεστώς του Τίτο. Σε αυτή τη διαδικασία τούς επιβλήθηκε τεχνητά μια νέα «μακεδονική» ταυτότητα και γλώσσα. Ο ισχυρισμός δεν είναι καινούργιος, αλλά συνιστά επίσημη θέση της Βουλγαρίας από τη δεκαετία του ’50. Αλλά ως μέλος της ΕΕ η Βουλγαρία διαθέτει τώρα απέναντι σε μια υποψήφια χώρα ένα πλεονέκτημα, το οποίο θέλει προφανώς να εκμεταλλευτεί.
Ο καθηγητής Ουλφ Μπρουνμπάουερ, επικεφαλής του τμήματος Ιστορίας Νοτιοανατολικής και Ανατολικής Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο του Ρέγκενσμπουργκ, μιλώντας στη DW θεωρεί το μνημόνιο ως απόπειρα της Βουλγαρίας, “να επιβάλει μια εθνικιστική οπτική γωνία στην ιστορία και τον πολιτισμό μιας άλλης χώρας και του πληθυσμού της. Σαν να έλεγαν οι Γερμανοί στους Αυστριακούς ότι είναι στην πραγματικότητα Γερμανοί ή σαν να επέρριπταν οι Δανοί στους Νορβηγούς ανωμαλία, επειδή η χώρα τους υπήρξε κάποτε τμήμα της Δανίας και η γλώσσα τους εξελίχθηκε αργότερα από τα δανικά.”
«Φασιστική κατοχή» από τη Βουλγαρία
Το μνημόνιο της Βουλγαρίας προκάλεσε κατάπληξη στα Σκόπια. Αλλά και τμήματα της βουλγαρικής κοινής γνώμης καταδίκασαν το κείμενο. Ο Νίκολα Ντιμιτρόφ, αντιπρόεδρος των Σκοπίων, είπε σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες ότι «η γλώσσα δεν αποτελεί κριτήριο αναγνώρισης ή μη αναγνώρισης τον 21ο αιώνα, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης δεν μπορεί να απαλειφθεί». Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Βουλγαρία κατέλαβε τμήματα της σημερινής Β.Μ. Στα βιβλία ιστορίας των Σκοπίων η περίοδος αυτή ονομάζεται «βουλγαρική φασιστική κατοχή». Στη Βουλγαρία αντίθετα παρουσιάζεται ως απελευθέρωση των «αδελφών μας» στη Β. Μ.. Σε ψήφισμα που ενέκρινε πέρυσι ομόφωνα το βουλγαρικό κοινοβούλιο, η Β. Μ. καλείται να μην χρησιμοποιεί τον όρο «φασιστική κατοχή» και να απομακρύνει παρόμοιες αναφορές σε μνημεία της χώρας.
Τέτοια προβλήματα θα μπορούσαν να είχαν λυθεί σε κοινή επιτροπή, που σχηματίστηκε μετά την υπογραφή της διμερούς συμφωνίας φιλίας το 2017. Ομάδα ιστορικών και παιδαγωγών από τις δύο χώρες άρχισαν να επεξεργάζονται μακρά λίστα από διαμφισβητούμενα θέματα, αλλά οι εργασίες της διακόπηκαν πέρυσι. Επίσημος λόγος, οι εκλογές στα Σκόπια. Ανεπίσημος, οι ανυπέρβλητες διαφορές απόψεων. Τώρα η βουλγαρική κυβέρνηση ζητά να συνεχίσει η επιτροπή το έργο της, ειδάλλως θα εμπόδιζε την πορεία των Σκοπιίων προς την ΕΕ πριν καν ξεκινήσει.
Προς το παρόν η ΕΕ δεν έχει τοποθετηθεί στη διαμάχη μεταξύ των δύο χωρών. Η Γερμανία ως προεδρεύουσα στην ΕΕ κάλεσε τις δυο πλευρές να λύσουν όλα τα ανοιχτά προβλήματα στην επιτροπή ιστορικών. «Διμερή προβλήματα πρέπει να λύνονται σε διμερές επίπεδο» είναι η άποψη της Άνκε Χολστάιν, πρέσβειρας της Γερμανίας στα Σκόπια. Ο γερμανός ιστορικός Ουλφ Μπρουνμπάουερ αντίθετα καλεί τις Βρυξέλες και ιδιαίτερα το Βερολίνο να ασκήσουν πιέσεις στη βουλγαρική κυβέρνηση. «Το ερώτημα πώς ιστορικοί ή πολιτικοί στα Σκόπια βλέπουν την ιστορία του έθνους τους ή τη γλώσσα, ίσως να εξοργίζει κάποιους Βούλγαρους εθνικιστές, αλλά δεν έχει καμιά σχέση με τα κριτήρια της Κοπεγχάγης ή άλλα κριτήρια, τα οποία πρέπει να πληροί μια υποψήφια χώρα» υπενθυμίζει.
Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το liberal.gr, με ορισμένες παρεμβάσεις στο όνομα που αναγνώριθσε η Ελλάδα με τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Δύο παρατηρήσεις.
Η πρώτη αφορά την πρωτοβουλία της Βουλγαρίας, να στείλει ένα ενημερωτικό σημείωμα με τις θέσεις της χώρας για το ζήτημα της “μακεδονικής γλώσσας” και έθνους, που αναγνώρισε η Ελλάδα με τη συμφωνία. Η Βουλγαρία δείχνει ότι είναι ένα μικρό αλλά σοβαρό κράτος. Αποφεύγουμε τη σύγκριση με την Ελλάδα, αφού η πατρίδα μας “έβγαλε μόνη της τα μάτια της” και επιτέθηκε στον εαυτό της με τη Συμφωνία των Πρεσπών, αναγνωρίζοντας μια γλώσσα και ένα έθνος κατασκεύασμα ενός αυταρχικού και αντιδημοκρατικού καθεστώτος.
Η δεύτερη έχει να κάνει με τη στάση του γερμανικού παράγοντα, με την οποία ευθυγραμμίζεται προδήλως και ο συντάκτης του άρθου που αναδημοσιεύουμε. Επιμένουν στην κατασκευή ενός τεχνητού έθνους, παραχαράσσοντας την Ιστορία.
Τέλος, όσο για τη στάση της Ελλάδας, το πολιτικό σύστημα συνεχίζει να ομφαλοσκοπεί, με τον ελληνικό λαό να νοιώθει προδομένος.