Την άποψη ότι η χρήση των rapid tests δεν βοηθά στον εντοπισμό ασυμπτωματικών ασθενών, ενώ γίνεται με λάθος τρόπο από τις ελληνικές Αρχές εξηγεί ειδικός...
Οι ταχείες δοκιμασίες ανίχνευσης αντιγόνων (rapid tests) δεν είναι κατάλληλες για screening της COVID-19 σε πληθυσμούς ασυμπτωματικών ατόμων, ενώ πραγματοποιούνται με λανθασμένο τρόπο από τις αρμόδιες αρχές.
Αυτό επισημαίνει στο Sputnik o Στέλιος Χατζηπαναγιώτου, Αναπληρωτής Καθηγητής Μικροβιολογίας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Διευθυντής Βιοπαθολογικού Εργαστηρίου Αιγινητείου Νοσοκομείου.
Ως κοινωνική προσφορά διεξάγονται σε πολλούς Δήμους της χώρας τα rapid – antigen – detection tests ή (στα ελληνικά) ταχείες δοκιμασίες ανίχνευσης αντιγόνων, προκειμένου να ανιχνευθούν θετικοί ασυμπτωματικοί φορείς του SARS-CoV-2.
«Μπορεί να χάνουμε ένα στα δύο θετικά άτομα»
«Τα τεστ αυτά δεν αναγνωρίζονται ως επίσημα διαγνωστικά εργαλεία για κλινικά περιστατικά της COVID-19 από κανένα από τους άλλους διεθνείς οργανισμούς δημόσιας υγείας, όπως το CDC ή το ECDC. Συμπερασματικά έχουν μια ικανοποιητική ευαισθησία σε άτομα που παρουσιάζουν εκδηλώσεις, δηλαδή συμπτώματα της λοίμωξης και κυρίως από την εμφάνιση των συμπτωμάτων έως και 5-7 ημέρες μετά, με μια πιθανότητα να χάσουμε ένα έως δύο στα 10 περιστατικά, δηλαδή να βγουν ψευδώς αρνητικά. Σε καμία περίπτωση δεν είναι κατάλληλα ως δοκιμασίες διαλογής ασυμπτωματικών φορέων (screening) σε διάφορους πληθυσμούς όπου η ευαισθησία τους μπορεί να πέσει στο 50%, δηλαδή να χάνουμε ένα στα δύο θετικά άτομα».
Την ίδια στιγμή, μας εξηγεί ότι τα γρήγορα τεστ διεξάγονται με λάθος τρόπο από τις αρμόδιες αρχές.
«Δεν γίνονται κάτω από συνθήκες εργαστηρίου βιολογικής ασφάλειας επιπέδου 2, άρα υπάρχει κίνδυνος διασποράς του παθογόνου στο περιβάλλον. Επίσης γίνονται σε περιοχές με υψηλό επιδημιολογικό φορτίο» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Όπως εξηγεί, αυτά τα συμπεράσματα βασίζονται σε σχετική έκθεση του ΠΟΥ.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 2020 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανάρτησε μια πολύ αναλυτική έκθεση αξιολόγησης σχετικά με τη χρήση αυτών των δοκιμασιών βασισμένη σε υπάρχουσες μελέτες που αναφέρονται κυρίως στην αξιοπιστία αυτών των μεθόδων.
«Σύμφωνα με αυτές η ευαισθησία τους, δηλαδή η ικανότητά τους να ανιχνεύουν τα πραγματικά θετικά άτομα αγγίζει ποσοστά 0-94% και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κλινική κατάσταση του εξεταζόμενου ατόμου με τα υψηλότερα ποσοστά σε άτομα με κλινικές εκδηλώσεις της λοίμωξης».
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) τα «rapid tests» δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται στις παρακάτω περιπτώσεις:
Για screening (δοκιμασία διαλογής) σε ασυμπτωματικούς πληθυσμούς, εκτός αν πρόκειται για έλεγχο μετά από στενή επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα.
Σε περιοχές με χαμηλή ή καθόλου εξάπλωση της λοίμωξης.
Αν η εκτέλεση των τεστ δεν μπορεί να γίνεται κάτω από συνθήκες εργαστηρίου βιολογικής ασφάλειας επιπέδου 2, όπως ακριβώς και για το μοριακό τεστ, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος διασποράς του παθογόνου στο περιβάλλον.
Αν το άτομο που εκτελεί τη λήψη του δείγματος δεν είναι εκπαιδευμένο ώστε το δείγμα να είναι αξιόπιστο.
Επίσης:
Αν η διαχείριση του πιθανού κρούσματος βασίζεται μόνο στο αποτέλεσμα του rapid test.
Σε αεροδρόμια για screening στα σημεία εισόδου.
Για έλεγχο πριν από αιμοδοσία.
Παράλληλα, ο επιστήμονας εκφράζει την εμπιστοσύνη του στο μοριακό τεστ:
«Συστήνεται επίσης η εκτέλεση και η αξιολόγησή τους να εποπτεύονται από ειδικό γιατρό, δηλαδή εργαστηριακό γιατρό, στην προκειμένη περίπτωση βιοπαθολόγο, με συνεκτίμηση της κλινικής κατάστασης του ασθενούς. Τονίζω ότι ο μόνος “χρυσούς κανών” για τη διάγνωση της COVID-19 παραμένει το μοριακό τεστ, το οποίο ακόμη δεν συνταγογραφείται, παρόλο που σε πολλές περιπτώσεις είναι απαραίτητη προϋπόθεση για ταξιδιωτική μετακίνηση, πρόσληψη σε εργασία, επίσκεψη σε χώρους φροντίδας ηλικιωμένων κ.ά., και οι πολίτες το επιβαρύνονται ιδιωτικά. Θα μπορούσαν όλα αυτά τα χρήματα που διατίθενται για αυτά τα τεστ να δοθούν για την προμήθεια μοριακών τεστ, ώστε οι έλεγχοι να είναι αξιόπιστοι και να μην επιβαρύνονται οι πολίτες οικονομικά για του παραπάνω λόγους».
Ο κ. Χατζηπαναγιώτου πάντως δεν αποκλείει στο μέλλον να πιστοποιηθούν ως εξίσου αξιόπιστα και κάποια τεστ ταχείας ανίχνευσης.
Τα τεστ ταχείας ανίχνευσης, αποτελούν χαμηλού κόστους απλές δοκιμασίες χωρίς ανάγκη ειδικού εξοπλισμού που ανιχνεύουν πρωτεΐνες του ιού σε δείγματα από κλινικά υλικά του ανωτέρου ή και κατωτέρου αναπνευστικού συστήματος. Η μέθοδος στην οποία βασίζονται μοιάζει πολύ με αυτή των τεστ κυήσεως που πωλούνται στα φαρμακεία, με τη διαφορά ότι στην περίπτωση του κορονοϊού η ανίχνευση αφορά ένα επικίνδυνο μεταδοτικό παθογόνο.
Να υπενθυμίσουμε ότι τα rapid-test κάποτε ήταν αναξιόπιστα για τον κ. Τσιόδρα, Αλλά το αφήγημα πάλι άλλαξε. Το να βγαίνουν και ψευδώς θετικά, δεν παίζει;