Αν και αρκετοί Ευρωπαίοι αναμένουν την νίκη της Καμάλα Χάρρις, προσβλέποντας σε μια συνεργασία με τον φιλοευρωπαίο στενό της συνεργάτη, Φίλιπ Γκόρντον, αυτό δεν αφορά επ ουδένι την Ελλάδα και την Κύπρο.
Ο κ. Γκόρντον έχει εκφράσει εδώ και χρόνια βαθιά ανθελληνικές θέσεις, ενώ αποτελεί έναν από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές της στενής συνεργασίας ΗΠΑ-Τουρκίας.
Ο Αμερικανός διπλωμάτης είναι Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας της Καμάλα Χάρρις και θεωρείται ότι θα έχει σημαίνοντα ρόλο σε μια μελλοντική κυβέρνηση των Δημοκρατικών όσον αφορά την χάραξη της εξωτερικής πολιτικής. Είναι μέλος μιας βασικής ομάδας εμπειρογνωμόνων εξωτερικής πολιτικής των Δημοκρατικών που βοήθησαν στην καθοδήγηση της παγκόσμιας στρατηγικής των ΗΠΑ τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, ενώ έχει θητεύσει στην κυβέρνηση Κλίντον αλλά και στην κυβέρνηση Ομπάμα ως υφυπουργός Εξωτερικών υπεύθυνος για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Και οι σχέσεις του με τον ελληνισμό έχουν επίσης μια ιστορία δεκαετιών με διόλου θετικό πρόσημο.
Κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα στις 27 Ιουλίου 2012 με την ιδιότητα του υφυπουργού Εξωτερικών ο κ. Γκόρντον είχε εμφανιστεί αντίθετος σε οποιαδήποτε μονομερή ενέργεια εκ μέρους της Ελλάδος για ανακήρυξη Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) – θέση που περιλαμβανόταν στο κείμενο αρχών της κυβερνήσεως συνεργασίας.
«Όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές πρέπει να καταλάβουν τις περίπλοκες συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή και καλό θα ήταν τα όποια βήματα να γίνουν συντονισμένα. Άλλωστε, υπάρχουν κανάλια επικοινωνίας ανάμεσα σε Αθήνα και Άγκυρα», είχε σημειώσει τότε ο στενός σύμβουλος της Καμάλλα Χάρρις. Δηλαδή ο κ. Γκόρντον κάλεσε την Ελλάδα να μην ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα, ενώ λίγα χρόνια πριν το 1997 είχε ταχθεί υπέρ της διχοτομήσεως της Κύπρου!
«Διχοτόμηση της Κύπρου όσο είναι καιρός»!
Συγκεκριμένα, όταν ο Γκόρντον έγινε διευθυντής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας του Μπιλ Κλιντον, είχε υποστηρίξει σε άρθρο του το καλοκαίρι του 1997 στους New York Times ότι αν δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία για ένα ομοσπονδιακό κράτος στην Κύπρο, «ίσως είναι καιρός να σκεφτούμε την επίσημη διχοτόμηση».
Αν και παραδέχτηκε ότι «η ιδέα είναι ανάθεμα για μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινότητας επειδή βασίζεται σε ένα είδος εθνοκάθαρσης την εποχή της τουρκικής εισβολής το 1974», […], επέμεινε ότι και πάλι «η επίσημη διχοτόμηση δεν θα ήταν χειρότερη από την τρέχουσα κατάσταση».
«Διχοτόμηση της Κύπρου όσο είναι καιρός» έλεγε ο κ. Γκόρντον! «Θα έκανε πιο ρεαλιστικές τις προοπτικές ένταξης στην ΕΕ τουλάχιστον για το νότιο τμήμα της Κύπρου, εν αναμονή της ενσωμάτωσης ολόκληρου του νησιού αργότερα» είχε αναφέρει. Βέβαια, τον κ. Γκόρντον διέψευσαν οι εξελίξεις, καθώς η Κυπριακή Δημοκρατία τελικά κατάφερε να ενταχθεί στην ΕΕ, μόλις λίγα χρόνια αργότερα. Το δεύτερο επιχείρημά του ήταν ότι «η διχοτόμησις θα παρείχε την βάση για την επικράτηση μιας διαρκούς συνταγματικής τάξεως που φαίνεται αδύνατη όσο μια μειονοτική τουρκοκυπριακή κοινότητα, […], δεν είναι ικανοποιημένη ότι θα ήταν ασφαλής χωρίς προστασία από την ηπειρωτική χώρα [Τουρκία]».
Και το τρίτο επιχείρημά του ήταν ότι η διαίρεση της Κυπριακής Δημοκρατίας θα ήταν πιο εύκολη στις διαπραγματεύσεις από την επανένωση, με τους Τουρκοκύπριους όμως να επιστρέφουν ένα μέρος των εδαφών που καταλήφθηκαν το 1974 προκειμένου να τους δοθεί αναγνώριση. «Το πιο σημαντικό, η διχοτόμηση κατόπιν διαπραγματεύσεων -ενισχυμένη από μια διεθνή στρατιωτική παρουσία- θα μείωνε τον κίνδυνο πολέμου, ο οποίος θα είναι πάντα παρών όσο δεν έχει επιτευχθεί μια τελική πολιτική διευθέτηση» υπεστήριξε, υπογραμμίζοντας, πως μόλις ξεκαθαρίσουν τα σύνορά τους και διευθετηθεί το διεθνές τους καθεστώς, «οι δύο πλευρές της κυπριακής συγκρούσεως όπως συνέβη με την Γαλλία και την Γερμανία στο παρελθόν, θα μπορούσαν να προχωρήσουν στην συμφιλίωση, την οικονομική αλληλεπίδραση και μια σταθερή ειρήνη».
Τούτων λεχθέντων, ο καθείς αντιλαμβάνεται ότι ο στενός σύμβουλος της Καμάλλα Χάρρις ήταν και ο μεγαλύτερος υποστηρικτής του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν περί της λύσεως των δύο κρατών και της αναγνωρίσεως της κυριαρχικής ισότητος των Τουρκοκυπρίων.
Όχι εισβολή, αλλά τουρκική… παρουσία!
Σχεδόν 10 χρόνια μετά, τoν Μάρτιο του 2009 κατά την διάρκεια της ακροάσεώς του ενώπιον της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας για την επικύρωση του διορισμού του ως υποψήφιου υφυπουργού Εξωτερικών αρμόδιου για ευρωπαϊκές υποθέσεις, ο κ. Μενέντεζ διάβασε ένα απόσπασμα από το προεκλογικό πρόγραμμα του Ομπάμα και ζήτησε από τον κ. Γκόρντον να το σχολιάσει. «Συμφωνείτε με την δήλωση που λέει, ‘μία πολιτική διευθέτηση του Κυπριακού που θα τερματίσει την τουρκική κατοχή της Βόρειας Κύπρου και θα επιδιορθώσει την τραγική διαίρεση της νήσου’ …», ρώτησε τον κ. Γκόρντον.
Ο κ. Γκόρντον είπε ότι συμφωνεί, ωστόσο υπεστήριξε ότι την άποψη για κατοχή την συμμερίζεται η κυπριακή κυβέρνησις και κάποιοι ειδικοί, μιλώντας για τουρκική… παρουσία! «Υπάρχει μία τουρκική παρουσία στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, η οποία δεν είναι αποδεκτή από την κυπριακή κυβέρνηση και αποτελεί αντικείμενο των διαπραγματεύσεων που υποστηρίζουμε για λύση του Κυπριακού», ήταν η απάντησις του κ. Γκόρντον, ο οποίος δεν ανασκεύασε ούτε κι όταν ο κ. Μενέντεζ τού υπέδειξε ότι πρόκειται για την διακήρυξη του ιδίου του Αμερικανού Προέδρου, αγνοώντας προφανώς εσκεμμένα την παράνομη εισβολή και κατοχή της Κύπρου και όλες τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Αλλά και στην κατάθεσή του στο Κογκρέσσο στις 17 Ιουνίου του ίδιου χρόνου ο κ. Γκόρντον υπεστήριξε διθυραμβικά πως η Τουρκία είναι «κρίσιμης» γεωπολιτικής σημασίας για τις ΗΠΑ και η Ελλάδα απλώς μια «σημαντική» σύμμαχος, περιγράφοντας την εν είδει «κομπάρσου» στους αμερικανικούς σχεδιασμούς.
Ένθερμος οπαδός της Τουρκίας
Εξ άλλου ο κ. Γκόρντον δεν έκρυψε ποτέ την ένθερμη υποστήριξή του απέναντι στην Τουρκία. Στο βιβλίο του με τίτλο «Κερδίζοντας την Τουρκία», που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2008 και το συνυπέγραψε με τον Ömer Taşpınar, ανέλυσε τον τρόπο που οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και η Τουρκία μπορούν να αναβιώσουν την συνεργασία τους. Όπως εξηγεί το Ινστιτούτου Brooking, που επιμελήθηκε την έκδοση, το βιβλίο «Κερδίζοντας την Τουρκία» παρουσιάζει ένα σχέδιο για να μειώσει τις εντάσεις σε αυτό το κρίσιμο μέρος του κόσμου. Εκτός από την πρόταση μιας «μεγάλης συμφωνίας» μεταξύ Τουρκίας και Κούρδων, υποστηρίζει την ανανεωμένη δέσμευση τόσο από την Ευρώπη όσο και από την Τουρκία για να προωθήσουν την ένταξη στην ΕΕ, έναν ιστορικό συμβιβασμό με την Αρμενία και την μεγαλύτερη σύνδεση της Δύσεως με τους Τουρκοκυπρίους!
Επι πλέον σε άρθρο στο Foreign Affairs τον Ιανουάριο του 2020 υπό τον τίτλο «Η επικίνδυνη διάλυσις της αμερικανο-τουρκικής συμμαχίας» επέκρινε την διοίκηση Τραμπ για την στάση της απέναντι στην Τουρκία λέγοντας ότι «πριν από λιγότερο από μια δεκαετία, η κυβέρνηση του Προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα —στην οποία υπηρετούσαμε— φιλοδοξούσε να οικοδομήσει μια «πρότυπη εταιρική σχέση» με την Τουρκία». Και συνέχισε, γράφοντας ότι η «η μεταχείριση της Τουρκίας ως ανταγωνιστή έχει υψηλό κόστος, συμπεριλαμβανομένης της ωθήσεως της Άγκυρας πιο κοντά στους αντιπάλους των ΗΠΑ όπως το Ιράν και η Ρωσσία. Για να αποφευχθεί μια τέτοια καταστροφική έκβαση, η κυβέρνησις Τραμπ και το Κογκρέσσο πρέπει και οι δύο να κατανοήσουν καλύτερα τις ρίζες της συγκρούσεως μεταξύ Τουρκίας και Ηνωμένων Πολιτειών και να αποφύγουν αντιπαραγωγικές ενέργειες που θα οδηγήσουν τις δύο χώρες ακόμη πιο μακριά».
«Στρατηγικής σημασίας χώρα»
Σε άλλο σημείο αναφερόμενος στους S-400 που έχει στην διάθεσή της η Άγκυρα, ανέφερε ότι «η Τουρκία είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αναπτύξει το σύστημα S-400 και αυτή η ενέργεια θα πρέπει να προκαλέσει μια σθεναρή απάντηση των ΗΠΑ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να εφαρμόσουν το CAATSA [ Νόμος για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της Αμερικής Μέσω Κυρώσεων] – το οποίο είναι, σε τελική ανάλυση, ήδη νόμος – αλλά τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, θα μπορούσαν να αποφύγουν τα πιο σκληρά μέτρα της νομοθεσίας, όπως η άρνησις αδειών εξαγωγής για πωλήσεις αμυντικού υλικού».
Αν και τόνισε ότι «η κυβέρνησις Τραμπ δεν πρέπει να συμβιβαστεί στο θέμα της ασυμβατότητας με τα F-35: εάν η Τουρκία αναπτύξει το σύστημα και κάνει το ραντάρ της πλήρως λειτουργικό, θα πρέπει να παραμείνει αποκλεισμένη από το πρόγραμμα των F-35, υπογράμμισε ωστόσο ότι «ακόμη και σε αυτό το σενάριο η Ουάσινγκτον θα πρέπει να εργαστεί για να απομονώσει τη ζημιά επιδιώκοντας να διατηρήσει την ευρύτερη αμυντική σχέση και να διασφαλίσει ότι η Τουρκία θα παραιτηθεί από τυχόν περαιτέρω σημαντικές αμυντικές αγορές από τη Ρωσία».
Και κατέληξε στο ίδιο ύφος: «Η Τουρκία είναι μια στρατηγικής σημασίας χώρα με μουσουλμανική πλειοψηφία με τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ. Όσο τεταμένες κι αν είναι οι σχέσεις αυτή τη στιγμή, τα συμφέροντα των ΗΠΑ θα πληγούν εάν η σχέση μεταξύ των δύο χωρών καταρρεύσει εντελώς ή εάν η Τουρκία γίνει πραγματικός αντίπαλος των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι μόνοι παράγοντες που θα επωφεληθούν από ένα βαθύτερο ρήγμα είναι εκείνοι -συμπεριλαμβανομένου του Ιράν και της Ρωσίας- που θέλουν να τραβήξουν την Τουρκία μακριά από τις δυτικές δυνάμεις. Αυτό είναι ένα αποτέλεσμα που οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να επιδιώξουν να αποφύγουν».
«Λογικά» τα επιχειρήματα των Σκοπιανών για την γλώσσα
Πέρα από τα ζήτηματα που άπτονται των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας ο στενός σύμβουλος της Καμάλλα Χάρρις είχε εκφράσει άποψη και όσον αφορά το Σκοπιανό πολύ πριν την κατάληξη στην, πολύ προβληματική όπως αποδείχθηκε, Συμφωνία των Πρεσπών.
«Η ΠΓΔΜ θα πρέπει να προβεί σε ορισμένες υποχωρήσεις, όπως στο ζήτημα της ονομασίας του αεροδρομίου των Σκοπίων, αλλά έχει λογικά επιχειρήματα σε άλλα ζητήματα, όπως η γλώσσα και ο ορισμός της υπηκοότητας», είχε αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο κ. Γκόρντον, σε διπλωματικό έγγραφο με την διαβάθμιση “εμπιστευτικό”, της αμερικανικής πρεσβείας στην Στοκχόλμη που διέρρευσε μέσω του ιστοτόπου «WikiLeaks».
Ο Φίλιπ Γκόρντον προέβη σε αυτές τις επισημάνσεις κατά την διάρκεια συναντήσεως με υψηλόβαθμους αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και εκπροσώπους των χωρών-μελών της, στην Στοκχόλμη, στις 3 Ιουλίου 2009. Στο επίκεντρο της συναντήσεως ήταν η κατάστασις στα Δυτικά Βαλκάνια και, όπως ανέφερε τότε ο Γκόρντον, τα Σκόπια ενδέχεται να λάβουν θετική έκθεση προόδου κατά τη διάρκεια της σουηδικής προεδρίας. Ωστόσο, σημείωσε ότι «δίκαια ή άδικα, η Μακεδονία (όπως την απεκάλεσε) ίσως θα πρέπει να συμβιβαστεί στο ζήτημα της ονομασίας προκειμένου να προχωρήσει στην ένταξη στην ΕΕ».
πηγη