ΟΛΟΝ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΑΣ ΕΓΕΡΘΗ ΣΥΣΣΩΜΟΝ...
ΑΓΩΝΙΣΘΗΤΕ ΔΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ, ΤΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ, ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΑΣ ΙΕΡΑΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΜΑΣ....
ΝΥΝ ΥΠΕΡ ΠΑΝΤΩΝ Ο ΑΓΩΝ!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΕΛΛΗΝΕΣ, ΨΗΛΑ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ!
Χρόνια πολλά, ζήτω η Ελλάς!
H μέρα που σημάδεψε την Ελλάδα είναι συνδεδεμένη με τον πόλεμο του 1940 και έμεινε γνωστή ως η επέτειος του «ΟΧΙ». Ήταν Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940, όταν ένας επίμονος ήχος από σειρήνες μετέφερε την είδηση του πολέμου, που είχε αρχίσει στις 15 Αυγούστου, με τη βύθιση του ευδρόμου «Ελλη».
Το ρολόι έδειχνε 03:00 τα ξημερώματα εκείνης της ημέρας, ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, παρέδωσε ιδιοχείρως στον Ιωάννη Μεταξά τελεσίγραφο με το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλού στρατού από την ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει στρατηγικά σημεία της Ελλάδας για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του, στη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.
O ίδιος ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του (Η Αρχή του Τέλους – Η Επιχείρηση Κατά της Ελλάδος), περιγράφει τη σκηνή:
«Την καθορισμένη ώρα δέκα περίπου λεπτά πριν από τις 3, ο Στρατιωτικός ακόλουθος, ο διερμηνέας και εγώ φθάσαμε στην καγκελόπορτα της μικρής βίλλας, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός. Ο comm.De Santo είπε στον φρουρό να ειδοποιήσει τον Πρωθυπουργό ότι ο Πρέσβυς της Ιταλίας επιθυμούσε να γίνει δεκτός για μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση. Ο φρουρός άρχισε να κτυπά ένα ηλεκτρικό κουδούνι που επικοινωνούσε με το εσωτερικό του σπιτιού, αλλά το υπηρετικό προσωπικό κοιμόταν. Περιμέναμε για μερικά ατελείωτα λεπτά μπροστά στην καγκελλόπορτα. Μες την βαθειά σιωπή της νύκτας ακουγόταν το γαύγισμα ενός σκύλου.
Επί τέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, ο οποίος έκαμε την εμφάνισή του σε μία μικρή πόρτα υπηρεσίας και, αναγνωρίζοντας με, διέταξε τον φρουρό να με αφήσει να περάσω.
Οι δύο συνοδοί μου έμειναν στον δρόμο περιμένοντας με, έξω από την καγκελλόπορτα.
Ο Μεταξάς είχε φορέσει μία σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυχτικό. Μου έσφιξε το χέρι, με έβαλε μέσα και με άφησε να περάσω σε ένα μικρό σαλόνι, το συνηθισμένο σαλονάκι μιας μικροαστικής εξοχικής βιλλίτσας. Αυτό το περιβάλλον αλά Guido Gozzano, με τα κακόγουστα καλά του πράγματα μ’ έκανε να αναλογιστώ προς στιγμήν με κάποιο πικρό κρυφό χαμόγελο την Βίλλα Τορλόνια.
Μόλις καθίσαμε, του είπα ότι η κυβέρνησή μου, μού είχε αναθέσει να του κάνω μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια τού έδωσα το κείμενο. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά, και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή φωνή: «Alors, c’est la guerre!» (λοιπόν έχουμε πόλεμο). Τού απάντησα ότι η ιταλική κυβέρνηση ήλπιζε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα δεχόταν τα αιτήματά της και θα άφηνε να περάσουν ελεύθερα τα ιταλικά στρατεύματα τα οποία θα άρχιζαν τις μετακινήσεις τους στις 6 το πρωί. Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε πώς θα μπορούσα να σκεφτώ ότι ακόμα και αν είχε πρόθεση να ενδώσει θα του ήταν δυνατόν μέσα σε τρεις ώρες να λάβει τις διαταγές του βασιλιά και να δώσει τις απαραίτητες οδηγίες για την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων.
Χωρίς καμία πεποίθηση, από απλή ευσυνειδησία, αρπάζοντας την τελευταία ελπίδα όπως ο ναυαγός πιάνεται ακόμη και από ένα σανιδάκι, του απάντησα ότι αυτό δεν ήταν καθόλου αδύνατον. Ασφαλώς θα είχε απευθείας τηλεφωνική γραμμή για να επικοινωνεί με τον βασιλιά. Όσο για τις διαταγές προς τα στρατεύματα θα ήταν αρκετό να διαταχθεί ο αρχιστράτηγος να στείλει με τον ασύρματο εγκύκλιο διαταγή σε όλους τους διοικητές να μην εμποδιστεί η προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων. Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε αν μπορούσα να καθορίσω τουλάχιστον ποια ήταν τα στρατηγικά σημεία επί του ελληνικού εδάφους που η ιταλική κυβέρνηση θα ήθελε να καταλάβει. Φυσικά αναγκάστηκα να του απαντήσω ότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Ο Μεταξάς απάντησε: “Vous voyez bien que c’ est impossibile (βλέπετε λοιπόν πολύ καλά ότι αυτό είναι αδύνατο). Η ευθύνη του πολέμου αυτού βαρύνει αποκλειστικά την ιταλική κυβέρνηση. H κυβέρνησή σας ήξερε πολύ καλά ότι η Ελλάδα το μόνο που επιθυμούσε ήταν να παραμείνει ουδέτερη, αλλά και ότι είμαστε αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε το εθνικό έδαφος εναντίον οποιουδήποτε”.
Του απάντησα ενώ σηκωνόμουν ότι ήλπιζα ακόμη ότι θα λάμβανε υπόψη του τη διαβεβαίωση που του δινόταν στη διακοίνωση σύμφωνα με την οποία η ιταλική κυβέρνηση δεν είχε καμία πρόθεση να θίξει την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ελλάδος και ότι θα γνωστοποιούσε στην πρεσβεία πριν από τις 6 ότι η χώρα του δεχόταν τα ιταλικά αιτήματα. Ο Μεταξάς δεν μου απάντησε. Με συνόδευσε στην έξοδο υπηρεσίας από την οποία είχα μπει πριν από ένα τέταρτο και όταν ήμασταν στο κατώφλι μού είπε: “Vous etes les plus forts… (είσαστε οι πιο δυνατοί)”, χωρίς να αναπτύξει περισσότερο τη σκέψη του, με τη φωνή, αυτή τη φορά, βαθιά αλλοιωμένη. Με τη σειρά μου δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και στη βαθιά λύπη που τα δονούσε.
Νομίζω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο ο οποίος τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμά του. Αν στη μακρά σταδιοδρομία μου στην υπηρεσία του κράτους υπήρξε ποτέ μία στιγμή κατά την οποία μίσησα το δικό μου, μία στιγμή κατά την οποία το καθήκον του αξιώματος μου μού φάνηκε σταυρός όχι μόνο θλιβερός αλλά και ταπεινωτικός, η στιγμή αυτή ήταν όταν άκουσα εκείνα τα αποκαρδιωμένα λόγια που πρόφερε αυτός ο ηλικιωμένος άνδρας εκείνος που είχε καταναλώσει ολόκληρη την ζωή αγωνιζόμενος και υποφέροντας για τη χώρα του και τους βασιλείς του και που κατά την υπέρτατη εκείνη στιγμή προτιμούσε να διαλέξει το δρόμο της θυσίας και όχι το δρόμο της ατίμωσης. Υποκλίθηκα μπροστά του με το βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του»