Δεν ντρεπόσαστε λίγο; αυτό λέγεται ιεροσυλία πάνω στους τάφους να κάνουν πάρτι με μουσική; Τι ήταν σατανιστές; Αφήστε τους νεκρούς να ησυχάσουν! ! !
Πάρτι για την εορτή του Αγίου Νικολάου πραγματοποιήθηκε χθες το βράδυ (6/12) σε νεκροταφείο της περιοχής Πηγάδια Καρπάθου. Η είδηση προκάλεσε πολλές αντιδράσεις και ο δήμαρχος του νησιού Γιάννης Νισύριος καταδίκασε το περιστατικό.
«Ήταν πρωτοβουλία του προέδρου του δημοτικού διαμερίσματος, μόνο του προέδρου και όχι του συμβουλίου. Δεν το ήξερα, μόλις μπήκα στο γραφείο μου το πληροφορήθηκα. Είχαν φωτισμούς και μουσική. Είναι ο Άγιος Νικόλαος πολιούχος της τοπικής κοινότητας. Κακώς έγινε αυτό. Το καταδικάζουμε όλοι» είπε ο κ. Νισύριος στον ΑΝΤ1.
«Κόσμος δεν υπήρχε, απαγορεύεται. Είχε μόνο μουσική. Ακόμα δεν έχω περισσότερες πληροφορίες. Μάλλον είχαν ξένη μουσική» ανέφερε.
Ο ίδιος ο πρόεδρος της κοινότητας Γιώργος Χατζηκουτσός, ο οποίος είχε την πρωτοβουλία, είπε στο Newisit ότι στόχος ήταν η ψυχαγωγία των κατοίκων της πόλης που εξαιτίας της καραντίνας παραμένουν κλεισμένοι μέσα στα σπίτια τους: “Κανένα πάρτι δεν διοργανώθηκε και κανένας κόσμος δεν συγκεντρώθηκε», ανέφερε και συνέχισε:
«Οι μοναδικοί που ήμασταν εκεί ήμουν εγώ, τα δυο άτομα που ανέλαβαν να φωτίσουν την εκκλησία του κοιμητηρίου που γιόρταζε χθες καθώς και ελάχιστα άτομα που είχαν επισκεφτεί τους τάφους των οικιών τους. Από πότε οι μουσικές των Βαγγέλη Παπαθανασίου – Jean Michell Jarre και Daloop & friends αποτελούν προϊόν βεβήλωσης; Βαριές κουβέντες για μια παράσταση εικόνα και ήχου που στόχο είχε την ψυχαγωγία ανήμερα της μεγάλης γιορτής».
Αναφερόμενος στις αντιδράσεις που προκάλεσε η κίνησή του ο Χατζηκουτσός είπε: «Έκανα μια ανάρτηση στην προσωπική μου σελίδα στο Facebook και ζήτησα συγνώμη σε όλους εκείνους που είπαν πως τους πρόσβαλα με την πράξη αυτή. Μια ειλικρινή συγνώμη που όσοι με ξέρουν γνωρίζουν καλά πως την εννοώ. Αυτό που θέλω να ξέρουν όλοι είναι ότι δεν βεβηλώσαμε μνήματα νεκρών, το μοναδικό που φωτίσαμε ήταν μόνο το ναό του Αγίου Νικολάου και τίποτα παραπάνω. Τα ηχεία ήταν με τέτοιο τρόπο τοποθετημένα ώστε να βλέπουν προς την πόλη ενώ στεκόμασταν στην άκρη του κοιμητηρίου».